- ηφαιστειολογία
- ηεπιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ηφαιστείων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηφαιστειολογία — η γεωλ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τα ηφαιστειακά φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. volcanology < volcano «ηφαίστειο» + logy (πρβλ. λογια < λογος < λόγος)] … Dictionary of Greek
Μερκάλι, Ιωσήφ — (Giuseppe Mercalli, Μιλάνο 1850 – Ρώμη 1914). Ιταλός φυσικός και γεωλόγος ειδικευμένος στην ηφαιστειολογία και στη σεισμολογία. Ξεκίνησε τις σπουδές του σε εκκλησιαστική σχολή του Μιλάνου, όπου διετέλεσε μαθητής του γεωλόγου Στοπάνι. Δίδαξε σε… … Dictionary of Greek
δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… … Dictionary of Greek
δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… … Dictionary of Greek